Σκοτεινή αστραπή

Πόσο ακόμα θα μείνω επάνω σε αυτήν την πέτρα;
Μια τρελή πέτρα που περιστρέφεται σαν τον χαζό σκύλο που κυνηγάει την ουρά του. Γύρω, γύρω, γύρω.
Μια πέτρα γαλάζια και πράσινη και γκρι και χάλκινη και χρυσαφένια.
Και επάνω Εγώ, ένα ακόμα “Εγώ”, πάνω στην τρελή πέτρα. Αλήθεια, τι νόημα μπορεί να έχει όλο αυτό;
Ίσως το να βιώσεις την εμπειρία. Πώς πας στο λούνα παρκ και ανεβαίνεις σ’ ένα παιχνίδι Γιουάάάωωω! Φωνάζεις, γελάς, τρομάζεις — το ζεις.
Κρατάει λίγο. Μετά τελειώνει. Αυτό ήταν.

Ζω τη σύντομη ζωή μου, ήδη έχει περάσει περισσότερη από αυτην. Και τα δυνατά χρόνια που μου μένουν δεν είναι πάνω από δεκαπέντε.
Δεκαπέντε χρόνια! Άντε και μετά άλλα δεκαπέντε. Τι θέλεις κι άλλα;
— Φοβάσαι μήπως; ΟΚ, μου δίνω άλλα πέντε.
Ακόμα φοβάσαι; Άλλα πέντε; Με πάω στα ενενήντα!
Από σήμερα τα ενενήντα είναι μόλις σαράντα δύο (42) χρόνια, χαχα!

Έλα, μην είσαι χαζός, κάθισε, έλα κάθισε να σε κεράσω ένα ποτό. Χειροποίητο είναι, Εγώ το ‘καμα.

Θα ’ναι μια νύχτα. Νύχτα θα ’ναι, θα δεις.
Αποκαμωμένος θα ξαπλώσω, δεν θα ’μαι μόνος θα ’χω μια σύντροφο. Και ξέρεις τι θα γενεί;
Ο ουρανός θα ασπρίσει μες στη νυχτιά, ο ουρανός θα γίνει λευκός.
Το σπίτι θα χαθεί, οι τοίχοι, τα ντουλάπια, τα πάντα θα χαθούν. Και τα δέντρα στην αυλή κι εκείνα θα χαθούν.

Μοναχά αυτηνής της γυναίκας η μορφή θα παραμείνει — τίποτες άλλο.
Η σιλουέτα της θα γεμίσει τον ουρανό.
Μια λύπη θα ’ρθει στην ψυχή μου.
Όλα θα είναι ουρανός, λευκός και νυχτωμένος.

Τα μαύρα μαλλιά της σαν λυσσασμένες αστραπές, θα μάχονται λες και να θέλαν να ξεριζωθούν.
Μα θα είναι η πλάτη της που θα με κοιτά. Σαν άγγελος με την πλάτη σε μένα, σκοτεινή αστραπή.

“Γύρισε να δω το πρόσωπό σου, σε παρακαλώ. Δεν τον αντέχω αυτόν τον θυμό σου. Τι σου ’κανα;
Θέλω να δω το πρόσωπό σου, να το αποχαιρετήσω.”

Έκαμα να κινηθώ. Κανένα χέρι δεν κουνήθηκε. Έκαμα να σηκωθώ, μα δεν είχα σώμα να σηκώσω.

“Γυναίκα! Δείξε μου το πρόσωπό σου!”, ικέτεψα.

Ο ουρανός άρχισε να γαλαζίζει. Τίποτα παρά ουρανός δεν υπήρχε — και αυτή η μορφή να ίπταται μες στο τίποτα.

Τα μαλλιά της κατακάθισαν. Το φόρεμά της έμεινε ασάλευτο.
Κι αυτή η ψηλή, λεπτή γυναίκα γύρισε όλο της το σώμα.
Το πρόσωπό της στράφηκε προς εμένα.

Τα μαλλιά της έγιναν ξανθά, έγιναν μαύρα, έγιναν κόκκινα.
Τα μάτια της πράσινα, καστανά, γαλάζια, μαύρα.
Και πήρε όλες τις μορφές από όλες τις γυναίκες που μ’ αγάπησαν, που μου έδωσαν το φιλί, το χάδι, τη στοργή.
Έγινε η Μάνα, έγινε η Ερωμένη, έγινε η Σύντροφος. Και μετά έγινε Πατέρας, έγινε Αδερφός, έγινε Φίλος αγαπημένος.
Και ξανά η γυναικεία εκείνη μορφή, με ένα χαμόγελο να διατρέχει το ατάραχο πρόσωπό της.

Φάνηκε να ραγίζει, έσπασε σε χιλιάδες πουλιά που αποδόμησαν τη μορφή της.
Σκόρπισαν στον ουρανό.
Χάθηκαν κι αυτά.

Απέμεινε μόνο ο ουρανός. Βαθύς, γαλάζιος.
Άρχισα να ξεχνώ…
Ποιος είμαι;;;…
Μια γαλήνη πιο βαθιά, πιο βαθιά από κάθε τι, γέμισε τον τόπο.
Απέμεινε μόνο ο ουρανός.
Βαθύς… γαλάζιος…

 

Καούνης Γιώργος
Είκοσι οκτώ Αυγούστου, του δύο χιλιάδες είκοσι