The Fantastic Story (1997)

… Θα Πρέπει να είχαν περάσει πάνω από δέκα χρόνια από τον θάνατο του ΓΟΥΤΣΑΚΑΛΑΜΑΧΑΝ (Ουφφφ…) και μη νομίζεις το ΣΟΥΜΠΑ-ΤΣΑ το σπαθί που σου έλεγα πριν, ναι, ναι εκείνο που μου είχε αφήσει ο ΓΟΥΤΣΑΚΑΛΑΜΑΧΑΝ πριν πεθάνει, σχεδόν δεν θυμόμουν που το είχα κρύψει.
Καθόμουν λοιπόν καλή ώρα όπως εμείς εδώ και απολάμβανα ένα ζεστό LIPTON Ice Tea, νιόπαντρος ήμουν εε!, ναι τι νόμιζες είχα δεν είχα έξι μήνες…
Πώς είπες; … Οχι βρε, με την Φωτεινή είχα παντρευτεί. Λοιπόν να μη στα πολυλογώ απολάμβανα το τσάι μου εδώ δίπλα στο τζάκι …Οχι αυτό το περσικό χαλί δεν το είχα αγοράσει ακόμη.

Η φωτεινή που λες είχε βγει για ραδίκια, έχει πολλά εδώ τριγύρω, αλλά αργούσε να γυρίσει και ανησύχησα, είχε που λες σχεδόν σουρουπώσει όταν αποφάσισα να την αναζητήσω …όχι κινητά δεν υπήρχαν τότε. Φόρεσα την καμπαρτίνα μου και βγήκα που λες έξω, η νύχτα είχε ήδη απλωθεί παντού πάνω από το βουνό, βλέπεις είμαστε κάπως απόμερα εδώ στα χίλια πεντακόσια μέτρα. Αν φοβήθηκα; …καλά με ξέρης για φοβητσιάρη;… Ελα έλα άσε τις ανοσίες και βάλε λίγο ακόμα ρακί, άναψε την πίπα σου και άκου, άκου τι έγινε.

Ο αέρας λισσοκοπούσε και σα να μην έφτανε αυτό ήταν και μανιασμένος, μου ξύριζε το πρόσωπο με τέτοια λυσσά που από τότε δεν ξανά ξυρίστηκα! Μην γελάς ρε, τι γελάς αστείο το βλέπεις εσύ, ε;…αστείο…
Που λες άρχισα να τρέχω μέσα στο βουνό και να τσιροβολώ «Φωτεινή… Φωτεινή…», ενώ ο αέρας συνέχιζε το ξύρισμα! …Τι;… Οχι, όχι χωρίς αφρό.
Σε μία στιγμή ο ουρανός φωτίσθηκε λες και μυριάδες κωλοφωτιές μαζεύτηκαν πάνω από το κεφάλι μου, ενώ την ίδια στιγμή ένας τεράστιος κεραυνός έσκαγε δίπλα μου. Μα το σπαθί του ΓΟΥΤΣΑΚΑΛΑΜΑΧΑΝ και μόνο που το θυμάμαι ανατριχιάζω.

…Ναι, ναι βάλε και σε μένα μια ρακί, κάτσε να ανάψω και το τσιμπούκι μου… Που λες είχα μείνει εκεί παγωμένος …Μα τι είναι αυτά που λες, όχι από το κρύο, καλά είσαι ανόητος… Ακου, Ακου… είχα μείνει λοιπόν… Ααααα εσύ είσαι και κουφός, δεν είπα LIPTON …ΛΟΙΠΟΝ ΕΙΠΑ… Ουφφφ… Είχα μείνει να κοιτάω τον φωτισμένο ουρανό όταν μια φωνή σαν από τα πηγάδια της κόλασης ακουστικέ να μου μιλά, να σου πω την αλήθεια δεν θυμάμαι καλά τι έλεγε γιατί την ίδια στιγμή είδα ένα τεράστιο πτηνό να κρατά με τα γαμψά του νύχια την Φωτεινή από τη μέση και να απομακρύνεται βόρια, βορειοανατολικά.

Τότε ήταν που πάγωσα τελείως, ενώ άκουσα τη φωνή να λέει «…ΑΚΟΥ ΜΑΛΑΚΑ Η ΦΩΤΕΙΝΗ ΤΩΡΑ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΙΑ ΜΟΥ …ΧΑΧΑΧΑ… ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕΙΣ ΤΟΝ ΓΑΜΟ ΕΛΑ ΣΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΟΥ ΚΟΥΛΑ-ΚΟΥΛΑ-ΣΟΥΓΑΜΩΚΑΙΤΗΣΑΚΟΥΛΑ».
Τι να σου λέω δεν άντεχα άλλο την παγωνιά και έσφιξα πιο δυνατά την καμπαρτίνα μου. Οταν γύρισα σπίτι όλα είχαν αλλάξει, ήθελα να κλάψω αλλά δεν προλάβαινα έπρεπε να φάω και να πάω στο κάστρο να σκοτώσω τον ΚΟΥΛΑ-ΚΟΥΛΑ και να ελευθερώσω την πολυαγαπημένη μου Φωτεινή …Πως γιατί δεν την άφησα και να βρω μια άλλη;… να σου πω την αλήθεια δεν το είχα σκεφτεί!

…Που λες έπρεπε να πολεμήσω, έπρεπε να τα καταφέρω, κάθισα δίπλα στο τζάκι και ενώ τα τζάμια έτριζαν από τον αγέρα που με λυσσά τα χτύπαγε προσευχήθηκα… Μια τιτάνια βροντή κόντεψε να μου σπάσει τα τύμπανα, δεν κουνήθηκα… ήξερα το ΣΟΥΜΠΑ-ΤΣΑ ήταν καρφωμένο δίπλα μου στο ξύλινο πάτωμα …Να δες, βλέπεις αυτήν εδώ την τρύπα, αυτή είναι… Το σπαθί φεγκοβολούσε ενώ από παντού το έζωναν γαλάζιες και κόκκινες μικρές αστραπές η λάμα του έλαμπε τόσο εκτυφλωτικά στο φως του φεγγαριού που χρειάσθηκα γυαλιά ηλίου για να μπορέσω να το κοιτάξω. Φόρεσα την στολή μου και κράτησα το σπαθί στα χέρια μου… Τι; αν πήρα την καφέ ζώνη… Μα τι είναι αυτά που λες ο δάσκαλός μου ήταν ο ΓΟΥΤΣΑΚΑΛΑΜΑΧΑΝ, και το σπαθί αυτό μπορούσε να ελέγχει τους κεραυνούς και τον άνεμο και εσύ με ρωτάς για καφέ ζώνη;… ΠΩΣ ρωτάς αν κάνει το σπαθί αυτό για τηλεχειριστήριο;… εεε! δεν είσαι καλά μάλλον μέθυσες. Τι; δεν μπόρεσες να συγκρατήσεις το όνομα του δασκάλου μου; τέλος πάντων.

Πήρα που λες το σπαθί και ξεκίνησα για το κάστρο, είχα σχεδόν φτάσει όταν στο αμυδρό φως ξεχώρισα τέσσερις ανθρωπόμορφες φιγούρες να με πλησιάζουν με ταχύτητα, δεν είχα καλά, καλά προλάβει να καταλάβω τι συμβαίνει και τα τέσσερα τέρατα με είχαν περικυκλώσει …Οχι δεν ήταν τέρατα του ΚΟΥΛΑ-ΚΟΥΛΑ, ήταν στοιχειά, ληστές του δάσους, μου ζήτησαν το σπαθί και για αντάλλαγμα θα με άφηναν ελεύθερο. Η μάχη που ακολούθησε δεν μπορεί να περιγραφεί, στην αρχή έκανα ένα απερκατ, άμεσος μετά ένα γκουροτσακι, και δυο απτσακ, πολεμούσα με νύχια και με δόντια …Αφού φοράω μασέλα; βλάκα τότε είχα δόντια, τώρα που γέρασα μου έπεσαν. Πολεμούσα ενώ όλο και περισσότερα πλάσματα μου επιτίθονταν αυτή την φορά όλα σταλμένα από τον ΚΟΥΛΑ-ΚΟΥΛΑ, να μη στα πολύλογο έφτασα στο κάστρο.

Ο ΚΟΥΛΑ-ΚΟΥΛΑ με περίμενε σε ένα τεράστιο πέτρινο σαλόνι, τρόγοντας μία μπανάνα. «ΤΟ ΗΞΕΡΑ ΟΤΙ ΘΑ ΕΡΘΕΙΣ…» μου είπε με βροντερή φωνή ήταν πραγματικά τεράστιος πρώτη φορά έβλεπα ένα τόσο μεγάλο πλάσμα. Εγώ του απάντησα με σταθερή φωνή “ΕΧΕΙΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑ…”. Η Φωτεινή βρίσκονταν παραπέρα ντυμένη ήδη στα λευκά, ενώ παραδίπλα μια ομάδα από τέρατα έβαζε στοιχήματα. Υψωσα το σπαθί και προσευχήθηκα στον ΚΟΥΔΑ και στον ΚΟΛΟΜΠΟΥΡΔΑ αλλά το ύπουλο τέρας βρήκε την ευκαιρία να με χτυπήσει, έπεσα κάτω και το ΣΟΥΜΠΑ-ΤΣΑ έφυγε από τα χέρια μου, τα στοιχειά τσιροκοπούσαν από χαρά, ενώ εγώ πάλευα με ότι τεχνική ήξερα απέναντι στο γιγαντόσωμο στοιχειό, που τώρα εκτός των άλλων πετούσε και φλόγες από τον κώλο του, η Φωτεινή στο βάθος ούρλιαζε να μην τον σκοτώσω γιατί θα πάω στην στενή, ενώ το τέρας με χτυπούσε αλύπητα και κανένα από τα κόλπα μου Δε πετύχαινε επάνω του… Τότε άκουσα μέσα μου την φωνή του ΓΟΥΤΣΑΚΑΛΑΜΑΧΑΝ «Χρησιμοποίησε την τεχνική της κουτσής πεταλούδας». Αυτό ήταν κοίταξα την Φωτεινή, μου πέταξε μια SΤIMOROL που την άρπαξα με το στόμα στον αέρα, κοίταξα το τέρας, το οποίο συνέχιζε να κλάνει φωτιές κατά το μέρος μου …Συγγνώμη οι επόμενες σκηνές μου διαφεύγουν, η μάχη ήταν ΤΙΤΑΝΙΑ! Με ρωτάς τι έγινε τελικά;…

Εγώ νίκησα το τέρας, το οποίο με παρακαλούσε να το πάρω σκλάβο μου, αλλά η Φωτεινή εντωμεταξύ τα είχε φτιάξει με ένα από τα στοιχειά που έβαζαν στοιχήματα και κλέφτηκαν… Ασε… Ασε… έκαψα την στολή μου και έθαψα βαθιά μέσα στη γη το σπαθί, από τότε πάνε πενήντα χρόνια, Αχχχ… Μας θυμάσαι;… μας θυμάσαι νέους εεε;…. Τι να πω, είμαι μόνος από τότε, μόνος. Ελα βάλε λίγο ρακί, και άναψε την πίπα σου, κάτσε να ανάψω και εγώ την δική μου.

Καούνης Γιώργος
1997

Αφιερωμένο στην Φωτεινή* & τον Αργύρη (σ.σ. τα είχαν τότε)
Φωτεινή έφυγε στα 31 της από τον μάταιο αυτόν κόσμο, Ιούνης του 2009 ήταν!

(την ιδια περιοδο εγραψα και αυτό: “Αναφορά στην Χριστίνα σε μία μονο σελίδα“)