Αναφορά στην Χριστήνα σε μία μονο σελίδα (1997)

Ο Ανέστης κοιτούσε παραξενεμένος, μάλλον μπερδεμένος θα έλεγα, ο Κώστας από δίπλα πότε, πότε έριχνε καμία γρήγορή ματιά τριγύρω, μπας και από το βλέμμα των άλλων καταλάβει τι συνέβαινε, μάταια όμως, γιατί όλοι σχεδόν κοιτούσαν κάτω, κάτω στην αφράτη γη στο κοκκινόχωμα.

Είχε βρέξει την προηγούμενη και το χώμα ήταν μαλακό, αφράτο, η μυρουδιά της βροχής αιωρούνταν ακόμα παντού στον χώρο, ανακατωμένη με το άρωμα του πεύκου και της λεύκας, υπήρχαν κάμποσα από δαύτα τα δέντρα εδώ τριγύρω και απ’ ότι θυμάμαι να έλεγε ο παππούς μου αύτη είναι η εποχή που ρίχνουν τη γύρη τους, γι’ αυτό μυρίζουν έτσι. Κ’ αυτή η παράξενη βαβούρα από το θρόισμα των φύλλων τους, ακούγεται σαν, σαν ησυχία θα’ λεγα, αλήθεια ποτέ μου δεν μπόρεσα να την καταλάβω πώς να γίνετε άραγε; Ο παππού μου έλεγε ότι αυτό είναι το κλάμα από τα δέντρα, από μικρό παιδί ακόμα τον θυμάμαι να το λέει. “Γιώργο ακούς, ακούς που τα δέντρα κλαιν.”, αλλά εγώ δεν τον πίστευα, ποτέ μου έως τώρα δεν τον είχα πιστέψει, όμως τώρα που το καλό σκέφτομαι ίσος να είχε και δίκαιο.
Ένας υπόκωφος, σχεδόν ανύπαρκτος ήχος τράβηξε την προσοχή μου προς τον Ανέστη, τον είδα να κρατά με την μία παλάμη του την γροθιά του. Χαα! Ο Ανέστης, τι πλάκα που είχε. Ποτέ δεν τα έβρισκε με κανέναν, με κανέναν απολύτως, ούτε και με την Χριστίνα -καλά, καλά- Την αγαπούσε όμως, την αγαπούσε πολύ, το’ ξερά μου τοχε εξομολογηθεί εξάλλου, “Ααα… ρε Γιώργο την Χριστίνα να’χω και τι άλλο στον κόσμο.” Χμμμ… καλό ήταν και δαύτο. Εγώ με την Χριστίνα μετά τον χωρισμό μας έμεινα φίλος, πολύ καλός φίλος. Μου τα λέγε όλα, όλα εεε! Χωρίς υπερβολή. Μια μέρα λοιπόν μου είχε πει : “Ρε Γιώργο ξέρεις τον Ανέστη τον συμπαθώ πολύ, αλλά σαν φίλο. Όμως αυτός με βλέπει ερωτικά, τι να κάνω;” Εδώ που τα λέμε η Χριστίνα δεν είναι και καμία τυχαία εεε! Ολα και όλα, πρώτη ομορφιά, και πρώτη κοπέλα. Διαμάντι, φίλε μου, διαμάντι.

Τράβηξα βιαστικά το βλέμμα μου από τον Ανέστη, δεν μπορούσα να τον κοιτώ άλλο, αυτή η σακατεμένη από την θλίψη φάτσα μου προκαλούσε ακόμα μεγαλύτερη ζημιά και αλήθεια δεν μπορούσα να αντέξω άλλο. Αρκετά, αρκετά, ένιωσα ότι ήθελα να φύγω, ναι ήθελα να φύγω από εδώ, ήθελα να ανέβω σε ένα βουνό και να φωνάξω, να τσιρίξω, ίσος και να πηδήξω κάτω να τελειώνουμε, όμως δεν κουνήθηκα ρούπι, απλά κοιτούσα κάτω, κάτω στο αφράτο κοκκινόχωμα. Είχε περάσει λίγη ώρα έτσι με το βλέμμα μου καρφωμένο κάτω στη γη, μόνο εκείνη η παράξενη μυρουδιά ήταν ξεκάθαρη μέσα στο κουβαριασμένο μυαλό μου. Στο νου μου ήρθε εκείνο το τραγούδι που της άρεζε ανακατωμένο με τα τροπάρια του παπά που τώρα μάλλον έψαλε τα τελευταία λόγια, θεέ μου δεν ξέρω τι μου γίνετε, τι συμβαίνει, μάλλον κάποιο λάθος έχει συμβεί, δεν μπορεί, όχι δεν μπορεί πρόκειται σίγουρα για παρεξήγηση σίγουρα δεν είναι αυτή, σίγουρα ονειρεύομαι.
….. “ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΞΥΠΝΑΩ ΟΜΩΣ ΓΑΜΩΤΟ” …..

Νιώθω να σαλεύω… Κοίταξα τριγύρω, ψάχνοντας για στήριγμα σε ένα βλέμμα… Τίποτα, απόλυτος τίποτα, κοίταξα προς το μακρόστενο ξύλινο τούτο κουτί που βρίσκονταν μπροστά μου. Δεν μπορεί, σίγουρα δεν μπορεί να έχει μέσα του τη Χριστίνα, κάποιο λάθος πρέπει να έχει γίνει, την γνωρίζω πάνω από δέκα χρόνια και είμαι σίγουρος ότι δεν της άρεζαν ποτέ οι κλειστοί χώροι, άρα δεν μπορεί, έγινε λάθος…
Ένιωσα ένα κούτελο να σταματάει στον ώμο μου, η συνείδηση μου ξαφνικά λειτούργησε, κάρφωσα με δύναμη το κεφάλι μου μέσα στη χούφτα μου, ενώ με το άλλο χέρι αγκάλιασα τον Κώστα… Έκλεγε, έκλεγε βουβά, έκλεγε ασταμάτητα. Δεν άντεξα, δεν ήταν δυνατόν να κρατηθώ, δεν είχε νόημα, έκλαιγα, έκλαιγα μπας και μπορέσω να διώξω τουλάχιστον ένα μικρό κομμάτι από τον πόνο, τον ανείπωτο αυτόν πόνο που τώρα είχε κυριεύει ολόκληρη την ύπαρξη μου, που είχε σημαδέψει για πάντα ολόκληρη την ζωή μου.

Έχουν περάσει τέσσερα χρόνια Χριστίνα, τέσσερα χρόνια από τότε που έφυγες από κοντά μας, όμως δεν μπορώ, αδυνατώ να ξεχάσω, έστω να το ξεπεράσω για λίγο… Τον έρωτα μας , την φιλία μας, όλα όσα ζήσαμε μαζί. Εκείνη η νύχτα, εκείνη η στιγμή, έχει σφηνωθεί μέσα στις κόρες των ματιών μου. Θεέ μου, γιατί δεν με λυτρώνεις;
Ξημερώματα Κυριακής ήταν. Καληνύχτα μου είχαν πει τα χείλια σου, καληνύχτα μου είχαν πει τα μάτια σου και… Εκανες να περάσεις απέναντι… Απέναντι, τον δρόμο.

Σε όσους Χάθηκαν άδικα στην άσφαλτο. 
Καούνης Γιώργος
1997

(έχω γράψει και πιο χαρούμενα “πράγματα” δες το “Fantastic Story“)